- προκατασείω
- προκατα-σείω,A shake in advance,
τὰς γνώμας τῷ φόβῳ Lib.Or.64.96
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰς γνώμας τῷ φόβῳ Lib.Or.64.96
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκατασείω — Α (κυριολ. και μτφ.) κλονίζω εκ τών προτέρων («προκατασείειν τὰς γνώμας τῷ φόβω», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασείω «σείω δυνατά, κλονίζω»] … Dictionary of Greek